φυλαχτής

φυλαχτής
ο
1. αυτός που διαφυλάγει, που διατηρεί κάτι.
2. ο φύλακας, ο φρουρός, ο σκοπός, ο βαρδιάτορας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυλαχτής — ο, Ν 1. αυτός που διαφυλάσσει, που τηρεί κάτι 2. φρουρός, σκοπός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”